- λωβός
- λωβόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωβός — ή, ό (AM λωβός, ή, όν) λεπρός, λωβιάρης νεοελλ. 1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός 2. (για πρόσ.) α) αδύνατος β) ανάπηρος γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»] … Dictionary of Greek
λωβόν — λωβός masc acc sg λωβός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβοῖς — λωβός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβοί — λωβός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβούς — λωβός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβέ — λωβός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβή — λωβός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήν — λωβός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβῶν — λώβη outrage fem gen pl λωβάζω fut part act masc voc sg λωβάζω fut part act neut nom/voc/acc sg λωβάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) λωβός fem gen pl λωβός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβοκομείο — το λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + κομεῖο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κομείο, νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. λωβοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek